- Ἀραβίην
- ἈράβιοςArabiafem acc sg (epic ionic)ἈραβίαArabiafem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόπετρος — ον, Α (για έδαφος, για γη) ο κάπως πετρώδης («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῡσαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετρος (< πέτρα), πρβλ. περί πετρος] … Dictionary of Greek